Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η γραμμή

  • 1 τραβώ μία γραμμή

    [πρατσιόσυβατ'] ρ λαναρίζω, ξαίνω

    Русско-эллинский словарь > τραβώ μία γραμμή

  • 2 çizgi

    γραμμή, ρίγα, χαρακιά

    Türkçe-Yunanca Sözlük > çizgi

  • 3 çizi

    γραμμή, αυλάκι

    Türkçe-Yunanca Sözlük > çizi

  • 4 hat

    γραμμή, ρίγα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > hat

  • 5 tahril

    γραμμή, λωρίδα, ταινία

    Türkçe-Yunanca Sözlük > tahril

  • 6 čára

    γραμμή

    Česká-řecký slovník > čára

  • 7 linie

    γραμμή

    Česká-řecký slovník > linie

  • 8 linka

    γραμμή

    Česká-řecký slovník > linka

  • 9 šik

    γραμμή

    Česká-řecký slovník > šik

  • 10 spoj

    γραμμή

    Česká-řecký slovník > spoj

  • 11 trať

    γραμμή

    Česká-řecký slovník > trať

  • 12 kreska

    γραμμή

    Słownik polsko-grecki > kreska

  • 13 линия

    θ.
    1. γραμμή, ρίγα•

    линия прямая ευθεία γραμμή•

    линия кривая καμπύλη γραμμή.

    || φανταστική γραμμή•

    линия горизонта η γραμμή του ορίζοντα•

    линия прицеливания σκοπευτική γραμμή.

    2. περίγραμμα.
    3. σύνορα, μεθόριος• οχυρωματική γραμμή.
    4. σειρά, αράδα• στίχος• τάξη•

    гор οροσειρά•

    линия телеграфных столбов γραμμή τηλεγραφικών στύλων (τηλεγραφόξυλων).

    5. σιδηροδρομική γραμμή.
    6. γενεά, απόγονοι, γενεαλογική σειρά•

    родство по женской -и μητρική (μητρώα) σειρά (συγγένεια από τη μητέρα)•

    родство по отцовской -и πατρική (πατρώα) σειρά (συγγένεια από τον πατέρα)•

    прямая восходящая линия ευθεία γραμμή (συγγένειας), οι ανιώντες συγγενείς•

    нисходящая линия οι κατιώντες συγγενείς•

    боковая линия οι πλάγιοι συγγενείς.

    7. μτφ. κατεύθυνση, τρόπος ενέργειας, σκέψης•

    правильная линия σωστή γραμμή•

    неправильная линия μη σωστή (στραβή) γραμμή•

    правильная линия партии η σωστή γραμμή του κόμματος.

    8. ακολουθητέος δρόμος, κατεύθυνση, επιδίωξη• τύχη, μοίρα. || περίσταση, περιστατικό, περίπτωση.
    9. ρωσικό μέτρο μήκους ίσο με το 1/10 της ίντσας (πριν το νέο δεπαδ. μετρικό σύστημα).
    εκφρ.
    поточная линияβλ. конвейер• линия обороны γραμμή άμυνας•
    на -и – κοντά, πλησίον•
    по -и – α) σε (οργανώσεις, όργανα)•
    он работает по профсоюзной -к – αυτός εργάζεται στα συνδικάτα•
    поставить вопрос по партийной -и – βάζω το ζήτημα στο κόμμο:. β) εξ ονόματος (οργάνωσης, οργάνου)•
    вести свою -ю – εφαρμόζω τη γραμμή μου•
    гнуть свою -ю – (απλ.) εφαρμόζω τη γραμμή μου•
    по -и – προς την κατεύθυνση.

    Большой русско-греческий словарь > линия

  • 14 линия

    линия
    ж в разн. знач. ἡ γραμμή, ὁ στίχος, ἡ σειρά:
    прямая \линия ἡ εὐθεϊα γραμμἤ автоматическая \линия συστοιχία αὐτόματων μηχανών трамвайная \линия ἡ γραμμή τοδ τραμ, ἡ τροχιοδρομική γραμμή· \линия партии ἡ γραμμή τοῦ κόμματος· \линия прицела воен. ἡ σκοπευτική γραμμή· \линия обороны ἡ ἀμυντική γραμμή· \линия поведения ἡ διαγωγή.

    Русско-новогреческий словарь > линия

  • 15 line

    I 1. noun
    1) ((a piece of) thread, cord, rope etc: She hung the washing on the line; a fishing-rod and line.) κλωστή, σπάγγος, σκοινί, πετονιά
    2) (a long, narrow mark, streak or stripe: She drew straight lines across the page; a dotted/wavy line.) γραμμή
    3) (outline or shape especially relating to length or direction: The ship had very graceful lines; A dancer uses a mirror to improve his line.) γραμμή
    4) (a groove on the skin; a wrinkle.) ρυτίδα
    5) (a row or group of objects or persons arranged side by side or one behind the other: The children stood in a line; a line of trees.) σειρά, στοίχος
    6) (a short letter: I'll drop him a line.) αράδα
    7) (a series or group of persons which come one after the other especially in the same family: a line of kings.) σειρά διαδοχής, γενεαλογία
    8) (a track or direction: He pointed out the line of the new road; a new line of research.) πορεία
    9) (the railway or a single track of the railway: Passengers must cross the line by the bridge only.) σιδηροδρομική γραμμή
    10) (a continuous system (especially of pipes, electrical or telephone cables etc) connecting one place with another: a pipeline; a line of communication; All (telephone) lines are engaged.) γραμμή
    11) (a row of written or printed words: The letter contained only three lines; a poem of sixteen lines.) σειρά: στίχος
    12) (a regular service of ships, aircraft etc: a shipping line.) γραμμή
    13) (a group or class (of goods for sale) or a field of activity, interest etc: This has been a very popular new line; Computers are not really my line.) σειρά, είδος: τομέας δραστηριότητας
    14) (an arrangement of troops, especially when ready to fight: fighting in the front line.) γραμμή, παράταξη
    2. verb
    1) (to form lines along: Crowds lined the pavement to see the Queen.) παρατάσσομαι στο μήκος (του δρόμου)
    2) (to mark with lines.) ριγώνω, χαρακώνω, ρυτιδώνω
    - linear - linesman
    - hard lines!
    - in line for
    - in
    - out of line with
    - line up
    - read between the lines
    II verb
    1) (to cover on the inside: She lined the box with newspaper.) επενδύω
    2) (to put a lining in: She lined the dress with silk.) φοδράρω

    English-Greek dictionary > line

  • 16 черта

    θ.
    1. γραμμή•

    тонкая черта λεπτή λεπτή γραμμή•

    подчеркнуть -ой υπογραμμίζω•

    черта волнистая черта κυματοειδής γραμμή.

    2. όριο, σύνορο, πραγματική ή νοητή γραμμή•

    черта подъма уровня воды η άνοδος τιης στάθμης του νερού•

    черта в -е города στα όρια της πόλης•

    за -ой города πέρα από τα όρια της πόλης•

    зайти за -у περνώ την οροθετική γραμμή•

    в -е расположения войск στη γραμμή της διάταξης των στρατευμάτων.

    3. то χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιότητα•

    -ы лица τα χαραπτηριστικάτου προσώπου•

    крупные -ы лица τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•

    отличительная черта χαρακτηριστικό (ίδιο, ιδιαίτερο, διακριτικό) γνώρισμα.

    || λεπτομέρεια.
    εκφρ.
    в общих (главных, основных) -ах – σε γενικές (κύριες, βασικές) γραμμές•
    до последней -ы – μέχρι τέλος (εσχάτων).

    Большой русско-греческий словарь > черта

  • 17 черта

    черта ж 1) η γραμμή; провести \чертау βάζω μια γραμμή 2) (особенность) το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα 3) (граница, предел) τα πλαίσια, το όριο; в \чертае города στα όρια της πόλης ◇ в общих \чертаах σε γενικές γραμμές
    * * *
    ж
    1) η γραμμή

    провести́ черту́ — βάζω μια γραμμή

    2) ( особенность) το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα
    3) (граница, предел) τα πλαίσια, το όριο

    в черте́ го́рода — στα όρια της πόλης

    ••

    в о́бщих черта́х — σε γενικές γραμμές

    Русско-греческий словарь > черта

  • 18 проводить

    проводить I
    несов
    1. (вести) ὁδηγώ, πηγαίνω κάποιον, φέρω:
    \проводить кратчайшим путем ὁδηγώ ἀπό τόν συντομώτερο δρό· μο· \проводить суда через льды περνώ τά πλοία ἀνάμεσα στους πάγους·
    2. (чем-л. по чему-л.) περνώ·
    3. (линию и т. ἡ.) χαράζω, χαράσσω, τραβώ:
    \проводить черту́ τραβώ γραμμή, χαρακώνω, χαράσσω γραμμή·
    4. (прокладывать, строить) κατασκευάζω, ἐγκαθιστώ:
    \проводить электричество в дом κάνω ἡλεκτρική ἐγκατάσταση στό σπίτι· \проводить железную дорогу κατασκευάζω σιδηροδρομική γραμμἤ
    5. (выполнять, осуществлять) ἐκτελώ, διενεργώ, διεξάγω:
    \проводить большую работу ἐκτελώ μεγάλη ἐργασία· \проводить опыты κά(μ)νω πειράματα· \проводить собрание διεξάγω συνεδρίαση· \проводить мысль (идею) ἀναπτύσσω γνώμη (ιδέα)· \проводить каку́ю-л. линию перен ἐφαρμόζω κάποια γραμμή· \проводить в жизнь πραγματοποιώ στή ζωή·
    6. (добиваться утверждения) ψηφίζω·
    7. (время и т. п.) διάγω, περνώ:
    весело \проводить праздник περνώ εὐθυμα τή γιορτή·
    8. физ. (тепло и т. п.) μεταβιβάζω·
    9. бухг. ἐγγράφω, καταχωρίζω:
    \проводить по книгам περνώ εἰς τό κατάστιχο.
    проводить II сов см. провожать. проводка ж
    1. (действие) ἡ ἐγκατάσταση·
    2. (провода) τά σύρματα.

    Русско-новогреческий словарь > проводить

  • 19 ряд

    ряд
    λ
    1. ἡ σειρά, ἡ ἀράδα, ὁ στοίχος, ἡ γραμμή:
    \ряд домов ἡ σειρά σπιτιών \ряд гор ἡ ὁροσειρά· \ряд сту́льев μιά σειρά καθισμάτων в первом \ряду́ στήν πρώτη σειρά· построиться в \ряды τάσσομαι στη γραμμή, συντάσσομαι, μπαίνω στή γραμμή· идти \ряда́ми βαδίζω στοιχηδόν, βαδίζω σέ γραμμές· сплотить \ряды συσφίγγω τίς γραμμές· сомкну́ть \ряды! воен. πυκνώνω τίς γραμμές!·
    2. (серия) ἡ σειρά/ ὁ ἀριθμός (некоторое число)·
    3. \ряды мн. (состав, среда) ἡ γραμμή, ἡ τάξη:
    в \ряда́х армии στίς γραμμές τοῦ στρατοῦ, είς τάς τάξεις τοῦ στρατοῦ·
    4. \ряды мн. (лавки):
    овощи́ые \ряды τά λαχανάδικα· рыбные \ряды τά ψαράδικα· ◊ из ряда вон выходящий ἐξαίρετος, ἀσυνείθιστος· ставить в один \ряд βάζω στήν ἰδια σειρά, βάζω στήν ἰδια μοίρα

    Русско-новогреческий словарь > ряд

  • 20 трасса

    θ.
    1. γραμμή, κατεύθυνση (σημειωμένη στο χάρτη).
    2. γραμμή, οδός•

    автомобильная трасса αυτοκινητιστική γραμμή•

    космические -ы διαπλανητικές γραμμές•

    воздушная -αεροπορική γραμμή.

    3. τροχιά (βλήματος, σφαίρας).

    Большой русско-греческий словарь > трасса

См. также в других словарях:

  • γραμμῇ — γραμμή stroke fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμή — stroke fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… …   Dictionary of Greek

  • γραμμή — η 1. (γεωμ.), επίπεδο σχήμα που έχει μία μόνο διάσταση, το μήκος: Ευθεία γραμμή. – Τεθλασμένη γραμμή. 2. όριο υπαρκτό ή ιδεατό ανάμεσα σε δύο εκτάσεις: Η γραμμή του ορίζοντα. 3. σειρά λέξεων, αράδα: Τόσα χρόνια που λείπει δε μου έγραψε ούτε μια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμμή των τροπών ή των ηλιοστασίων — (Αστρον.). Η διάμετρος EE’ της εκλειπτικής που είναι κάθετη στη γραμμή των ισημερινών, τη γραμμή δηλαδή που ενώνει τα δύο ισημερινά σημεία γ και Γ’. Τα σημεία Ε και E’ διακρίνονται μεταξύ τους από το ότι η απόκλιση του Ήλιου στο βόρειο σημείο Ε… …   Dictionary of Greek

  • γραμμή των συνδέσμων — (Αστρον.).Η ευθεία κατά την οποία το επίπεδο της τροχιάς ενός ουράνιου σώματος τέμνει το κύριο επίπεδο, που περνάει από το κεντρικό σώμα. Το κέντρο της ουράνιας σφαίρας βρίσκεται στο κεντρικό σώμα και τα σημεία που η γ. των σ. τέμνει την ουράνια… …   Dictionary of Greek

  • ίσαλος γραμμή — Η γραμμή κατά μήκος της οποίας η επιφάνεια της θάλασσας εφάπτεται με τα τοιχώματα του πλοίου, υπό κανονικές συνθήκες πλεύσης και ευστάθειας …   Dictionary of Greek

  • γραμμῆι — γραμμῇ , γραμμή stroke fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμαῖς — γραμμή stroke fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμαῖσι — γραμμή stroke fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμαῖσιν — γραμμή stroke fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»