-
1 τραβώ μία γραμμή
[πρατσιόσυβατ'] ρ λαναρίζω, ξαίνω -
2 çizgi
γραμμή, ρίγα, χαρακιά -
3 çizi
γραμμή, αυλάκι -
4 hat
γραμμή, ρίγα -
5 tahril
γραμμή, λωρίδα, ταινία -
6 čára
γραμμή -
7 linie
γραμμή -
8 linka
γραμμή -
9 šik
γραμμή -
10 spoj
γραμμή -
11 trať
γραμμή -
12 kreska
γραμμή -
13 линия
-и θ.1. γραμμή, ρίγα•линия прямая ευθεία γραμμή•
линия кривая καμπύλη γραμμή.
|| φανταστική γραμμή•линия горизонта η γραμμή του ορίζοντα•
линия прицеливания σκοπευτική γραμμή.
2. περίγραμμα.3. σύνορα, μεθόριος• οχυρωματική γραμμή.4. σειρά, αράδα• στίχος• τάξη•гор οροσειρά•
линия телеграфных столбов γραμμή τηλεγραφικών στύλων (τηλεγραφόξυλων).
5. σιδηροδρομική γραμμή.6. γενεά, απόγονοι, γενεαλογική σειρά•родство по женской -и μητρική (μητρώα) σειρά (συγγένεια από τη μητέρα)•
родство по отцовской -и πατρική (πατρώα) σειρά (συγγένεια από τον πατέρα)•
прямая восходящая линия ευθεία γραμμή (συγγένειας), οι ανιώντες συγγενείς•
нисходящая линия οι κατιώντες συγγενείς•
боковая линия οι πλάγιοι συγγενείς.
7. μτφ. κατεύθυνση, τρόπος ενέργειας, σκέψης•правильная линия σωστή γραμμή•
неправильная линия μη σωστή (στραβή) γραμμή•
правильная линия партии η σωστή γραμμή του κόμματος.
8. ακολουθητέος δρόμος, κατεύθυνση, επιδίωξη• τύχη, μοίρα. || περίσταση, περιστατικό, περίπτωση.9. ρωσικό μέτρο μήκους ίσο με το 1/10 της ίντσας (πριν το νέο δεπαδ. μετρικό σύστημα).εκφρ.поточная линия – βλ. конвейер• линия обороны γραμμή άμυνας•на -и – κοντά, πλησίον•по -и – α) σε (οργανώσεις, όργανα)•он работает по профсоюзной -к – αυτός εργάζεται στα συνδικάτα•поставить вопрос по партийной -и – βάζω το ζήτημα στο κόμμο:. β) εξ ονόματος (οργάνωσης, οργάνου)•вынести выговор по административной -и – τιμωρώ διοικητικά•вести свою -ю – εφαρμόζω τη γραμμή μου•гнуть свою -ю – (απλ.) εφαρμόζω τη γραμμή μου•по -и – προς την κατεύθυνση. -
14 линия
линияж в разн. знач. ἡ γραμμή, ὁ στίχος, ἡ σειρά:прямая \линия ἡ εὐθεϊα γραμμἤ автоматическая \линия συστοιχία αὐτόματων μηχανών трамвайная \линия ἡ γραμμή τοδ τραμ, ἡ τροχιοδρομική γραμμή· \линия партии ἡ γραμμή τοῦ κόμματος· \линия прицела воен. ἡ σκοπευτική γραμμή· \линия обороны ἡ ἀμυντική γραμμή· \линия поведения ἡ διαγωγή. -
15 line
I 1. noun1) ((a piece of) thread, cord, rope etc: She hung the washing on the line; a fishing-rod and line.) κλωστή, σπάγγος, σκοινί, πετονιά2) (a long, narrow mark, streak or stripe: She drew straight lines across the page; a dotted/wavy line.) γραμμή3) (outline or shape especially relating to length or direction: The ship had very graceful lines; A dancer uses a mirror to improve his line.) γραμμή4) (a groove on the skin; a wrinkle.) ρυτίδα5) (a row or group of objects or persons arranged side by side or one behind the other: The children stood in a line; a line of trees.) σειρά, στοίχος6) (a short letter: I'll drop him a line.) αράδα7) (a series or group of persons which come one after the other especially in the same family: a line of kings.) σειρά διαδοχής, γενεαλογία8) (a track or direction: He pointed out the line of the new road; a new line of research.) πορεία9) (the railway or a single track of the railway: Passengers must cross the line by the bridge only.) σιδηροδρομική γραμμή10) (a continuous system (especially of pipes, electrical or telephone cables etc) connecting one place with another: a pipeline; a line of communication; All (telephone) lines are engaged.) γραμμή11) (a row of written or printed words: The letter contained only three lines; a poem of sixteen lines.) σειρά: στίχος12) (a regular service of ships, aircraft etc: a shipping line.) γραμμή13) (a group or class (of goods for sale) or a field of activity, interest etc: This has been a very popular new line; Computers are not really my line.) σειρά, είδος: τομέας δραστηριότητας14) (an arrangement of troops, especially when ready to fight: fighting in the front line.) γραμμή, παράταξη2. verb1) (to form lines along: Crowds lined the pavement to see the Queen.) παρατάσσομαι στο μήκος (του δρόμου)2) (to mark with lines.) ριγώνω, χαρακώνω, ρυτιδώνω•- lineage- linear- lined- liner- lines- linesman
- hard lines!
- in line for
- in
- out of line with
- line up
- read between the lines II verb1) (to cover on the inside: She lined the box with newspaper.) επενδύω2) (to put a lining in: She lined the dress with silk.) φοδράρω•- lined- liner- lining -
16 черта
-ы θ.1. γραμμή•тонкая черта λεπτή λεπτή γραμμή•
подчеркнуть -ой υπογραμμίζω•
черта волнистая черта κυματοειδής γραμμή.
2. όριο, σύνορο, πραγματική ή νοητή γραμμή•черта подъма уровня воды η άνοδος τιης στάθμης του νερού•
черта в -е города στα όρια της πόλης•
за -ой города πέρα από τα όρια της πόλης•
зайти за -у περνώ την οροθετική γραμμή•
в -е расположения войск στη γραμμή της διάταξης των στρατευμάτων.
3. то χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιότητα•-ы лица τα χαραπτηριστικάτου προσώπου•
крупные -ы лица τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•
отличительная черта χαρακτηριστικό (ίδιο, ιδιαίτερο, διακριτικό) γνώρισμα.
|| λεπτομέρεια.εκφρ.в общих (главных, основных) -ах – σε γενικές (κύριες, βασικές) γραμμές•до последней -ы – μέχρι τέλος (εσχάτων). -
17 черта
черта ж 1) η γραμμή; провести \чертау βάζω μια γραμμή 2) (особенность) το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα 3) (граница, предел) τα πλαίσια, το όριο; в \чертае города στα όρια της πόλης ◇ в общих \чертаах σε γενικές γραμμές* * *ж1) η γραμμήпровести́ черту́ — βάζω μια γραμμή
2) ( особенность) το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα3) (граница, предел) τα πλαίσια, το όριοв черте́ го́рода — στα όρια της πόλης
••в о́бщих черта́х — σε γενικές γραμμές
-
18 проводить
проводить Iнесов1. (вести) ὁδηγώ, πηγαίνω κάποιον, φέρω:\проводить кратчайшим путем ὁδηγώ ἀπό τόν συντομώτερο δρό· μο· \проводить суда через льды περνώ τά πλοία ἀνάμεσα στους πάγους·2. (чем-л. по чему-л.) περνώ·3. (линию и т. ἡ.) χαράζω, χαράσσω, τραβώ:\проводить черту́ τραβώ γραμμή, χαρακώνω, χαράσσω γραμμή·4. (прокладывать, строить) κατασκευάζω, ἐγκαθιστώ:\проводить электричество в дом κάνω ἡλεκτρική ἐγκατάσταση στό σπίτι· \проводить железную дорогу κατασκευάζω σιδηροδρομική γραμμἤ5. (выполнять, осуществлять) ἐκτελώ, διενεργώ, διεξάγω:\проводить большую работу ἐκτελώ μεγάλη ἐργασία· \проводить опыты κά(μ)νω πειράματα· \проводить собрание διεξάγω συνεδρίαση· \проводить мысль (идею) ἀναπτύσσω γνώμη (ιδέα)· \проводить каку́ю-л. линию перен ἐφαρμόζω κάποια γραμμή· \проводить в жизнь πραγματοποιώ στή ζωή·6. (добиваться утверждения) ψηφίζω·7. (время и т. п.) διάγω, περνώ:весело \проводить праздник περνώ εὐθυμα τή γιορτή·8. физ. (тепло и т. п.) μεταβιβάζω·9. бухг. ἐγγράφω, καταχωρίζω:\проводить по книгам περνώ εἰς τό κατάστιχο.проводить II сов см. провожать. проводка ж1. (действие) ἡ ἐγκατάσταση·2. (провода) τά σύρματα. -
19 ряд
рядλ1. ἡ σειρά, ἡ ἀράδα, ὁ στοίχος, ἡ γραμμή:\ряд домов ἡ σειρά σπιτιών \ряд гор ἡ ὁροσειρά· \ряд сту́льев μιά σειρά καθισμάτων в первом \ряду́ στήν πρώτη σειρά· построиться в \ряды τάσσομαι στη γραμμή, συντάσσομαι, μπαίνω στή γραμμή· идти \ряда́ми βαδίζω στοιχηδόν, βαδίζω σέ γραμμές· сплотить \ряды συσφίγγω τίς γραμμές· сомкну́ть \ряды! воен. πυκνώνω τίς γραμμές!·2. (серия) ἡ σειρά/ ὁ ἀριθμός (некоторое число)·3. \ряды мн. (состав, среда) ἡ γραμμή, ἡ τάξη:в \ряда́х армии στίς γραμμές τοῦ στρατοῦ, είς τάς τάξεις τοῦ στρατοῦ·4. \ряды мн. (лавки):овощи́ые \ряды τά λαχανάδικα· рыбные \ряды τά ψαράδικα· ◊ из ряда вон выходящий ἐξαίρετος, ἀσυνείθιστος· ставить в один \ряд βάζω στήν ἰδια σειρά, βάζω στήν ἰδια μοίρα -
20 трасса
-ы θ.1. γραμμή, κατεύθυνση (σημειωμένη στο χάρτη).2. γραμμή, οδός•автомобильная трасса αυτοκινητιστική γραμμή•
космические -ы διαπλανητικές γραμμές•
воздушная -αεροπορική γραμμή.
3. τροχιά (βλήματος, σφαίρας).
См. также в других словарях:
γραμμῇ — γραμμή stroke fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμή — stroke fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
γραμμή — η 1. (γεωμ.), επίπεδο σχήμα που έχει μία μόνο διάσταση, το μήκος: Ευθεία γραμμή. – Τεθλασμένη γραμμή. 2. όριο υπαρκτό ή ιδεατό ανάμεσα σε δύο εκτάσεις: Η γραμμή του ορίζοντα. 3. σειρά λέξεων, αράδα: Τόσα χρόνια που λείπει δε μου έγραψε ούτε μια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμμή των τροπών ή των ηλιοστασίων — (Αστρον.). Η διάμετρος EE’ της εκλειπτικής που είναι κάθετη στη γραμμή των ισημερινών, τη γραμμή δηλαδή που ενώνει τα δύο ισημερινά σημεία γ και Γ’. Τα σημεία Ε και E’ διακρίνονται μεταξύ τους από το ότι η απόκλιση του Ήλιου στο βόρειο σημείο Ε… … Dictionary of Greek
γραμμή των συνδέσμων — (Αστρον.).Η ευθεία κατά την οποία το επίπεδο της τροχιάς ενός ουράνιου σώματος τέμνει το κύριο επίπεδο, που περνάει από το κεντρικό σώμα. Το κέντρο της ουράνιας σφαίρας βρίσκεται στο κεντρικό σώμα και τα σημεία που η γ. των σ. τέμνει την ουράνια… … Dictionary of Greek
ίσαλος γραμμή — Η γραμμή κατά μήκος της οποίας η επιφάνεια της θάλασσας εφάπτεται με τα τοιχώματα του πλοίου, υπό κανονικές συνθήκες πλεύσης και ευστάθειας … Dictionary of Greek
γραμμῆι — γραμμῇ , γραμμή stroke fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμαῖς — γραμμή stroke fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμαῖσι — γραμμή stroke fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμαῖσιν — γραμμή stroke fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)